- τάπωμα
- το, Ν [ταπώνω]1. κλείσιμο με τάπα, πωματισμός2. το αντικείμενο με το οποίο ταπώνει κανείς, βούλλωμα, τάπα3. (στην καλαθοσφαίριση) κίνηση με την οποία ο αντίπαλος παίκτης χτυπάει την μπάλα κατά την άνοδό της προς τη στεφάνη για να μην σημειωθεί καλάθι.
Dictionary of Greek. 2013.