τάπωμα

τάπωμα
το, Ν [ταπώνω]
1. κλείσιμο με τάπα, πωματισμός
2. το αντικείμενο με το οποίο ταπώνει κανείς, βούλλωμα, τάπα
3. (στην καλαθοσφαίριση) κίνηση με την οποία ο αντίπαλος παίκτης χτυπάει την μπάλα κατά την άνοδό της προς τη στεφάνη για να μην σημειωθεί καλάθι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τάπωμα — το, ατος 1. το βούλωμα με τάπα, το καπάκωμα: Η δουλειά του είναι το τάπωμα των βαρελιών. 2. η τάπα, το πώμα: Βάλε τάπωμα στο μπουκάλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πωμάτισμα — ίσματος, το, Ν [πωματίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πωματίζω, τάπωμα 2. ιατρ. έμφραξη, κλείσιμο φυσιολογικής ή τραυματικής κοιλότητας με βαμβάκι ή γάζα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”